Κείνο που δίνει δύναμη και πρωτοτυπία στη τέχνη του Χρήστου Κυριαζή είναι που διαρκώς διαπνέεται από μιαν αντίθεση.
Από μια μεριά, δεν σταματάει να «ανανεώνεται»,κατά πως λένε, μέσα από την αναζήτηση καινούργιων θεμάτων, προσωπικών τεχνικών ανασυρμένες μακριά από το παρελθόν ή μακριά από το απώτερο διάστημα με αποτέλεσμα την απίστευτη διαφοροποίηση στη φόρμα των έργων του: χρώματα, μεγέθη, πυκνότητα ή λεπτότητα της γραμμής, παιχνίδι με τα υλικά και τις επιφάνειες…Ο Κυριαζής εξερευνά το σύμπαν μέσα από τις ανεξάντλητες παραλλαγές του.
Αλλά, από την άλλη, μοιάζει να είναι καταδικασμένος να προβάλλει ταυτόχρονα την βαθειά του ενότητα, αυτή που στηρίζεται στην ίδια του την προσωπικότητα: μπορούμε να αναγνωρίσουμε, ανεξάρτητα από εξωτερικές δεσμεύσεις της φόρμας, ότι πρόκειται για ένα έργο δικό του, για μια μορφή που ξεπηδά από τη σκιά, ή από το παρελθόν, ή από πολύ μακριά, ή από το τίποτε, και που για αυτή της τη γέννηση ενώνει το δυνατό περίγραμμα με την αρμονική επιφάνεια, τη σφριγηλή δομή με τις αβρές λεπτομέρειες, την δυναμικότητα με την ευαισθησία, την ατομικότητα με την καθολικότητα, την αίσθηση του τραγικού με τη χαμογελαστή τρυφερότητα.
Είναι σαν ο καλλιτέχνης να αναζητά ακατάπαυστα να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από τη πολύμορφη πολλαπλότητα του έργου του και να μην το κατορθώνει εξαιτίας του προφανούς, της σταθερότητας του στυλ του. Κάθε έργο ξεχωριστά, όπως και το σύνολο των εκθεμάτων– αλλά και κάθε δημιουργία του Κυριαζή – μας προτρέπει να μοχθήσουμε σαν κι εκείνον για να αποκαλυφθούν από το σκοτάδι στο φως η δομή, το φως, το χρώμα, και μας προσκαλεί να γίνουμε, μέρα μεσημέρι, «παιδιά της νύχτας», κατά πως θα ήθελε και ο Ηράκλειτος.
Olivier Revault d’ Allonnes
Καθηγητής Φιλοσοφίας
Εργαστήριο Θεωρ. και Εφαρμοσμένης Αισθητικής
Παν. Σορβόννης –Παρίσι Ι
Ce qui fait la force et l’originalité de l’art de Christos Kyriazis, c’est qu’il est constamment anime par une contradiction.
D’un côté, il ne cesse de se « renouveler » comme on dit, par la recherche de thèmes nouveaux, de techniques personnelles, de sources puisées loin dans le passé ou loin dans l’espace, d’où l’extrême diversité formelle des œuvres : couleurs, formats, épaisseur ou finesse du trait, effets de matière et de surface, etc. Kyriazis explore l’univers en son inépuisable variété.
Mais d’ un autre côté, il est comme condamné à en faire valoir en même temps la profonde unité, garantie à tout le moins par sa personnalité propre : on reconnaît, quels que soient les agencements formels, qu’ il s’ agit d’ une œuvre se lui, d’ une figure qui sort de l’ ombre, ou du passé, ou du lointain, ou du néant, et qui pour cette naissance allie force des contours et harmonie des surfaces, vigueur de la construction et subtilité des détails, énergie et délicatesse, identité et universalite, sentiment du tragique et souriante tendresse.
Comme si l’artiste cherchait sans cesse à échapper à lui-même par la pluralité bigarrée de son travail, et n’y parvenait pas a cause de l’évidence, de la constance de son style. Chaque œuvre particulière aussi bien que l’ensemble de l’ exposition- et de toutes les créations de Kyriazis- inspire en nous un effort parallèle au sien pour tirer du noir structure, lumière, couleur, et nous invite a de venir en plein jour, selon le vœu d’ Héraclite, des « enfants de la nuit ».
Olivier Revault d’ Allonnes